Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενταφιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενταφ|ιάζω <-ίασα, -ιάστηκα, -ιασμένος> [ɛndafiˈazɔ] VERB μεταβ

ενταφιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский