Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εντείνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εν|τείνω <-έτεινα [ή -τεινα], -τάθηκα, -τεταμένος> [ɛnˈdinɔ] VERB μεταβ

1. εντείνω (τεντώνω):

εντείνω

2. εντείνω (αυξάνω):

εντείνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский