Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενοποίηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενοποίησ|η <-εις> [ɛnɔˈpiisi] SUBST θηλ

1. ενοποίηση (γενικά):

ενοποίηση
Vereinigung θηλ
ενοποίηση της Γερμανίας
νομισματική ενοποίηση

2. ενοποίηση ΟΙΚΟΝ (ομολογιών, επιχειρήσεων):

ενοποίηση
ενοποίηση επιχειρήσεων
ενοποίηση κεφαλαίου
ενοποίηση χρεών

Παραδειγματικές φράσεις με ενοποίηση

νομισματική ενοποίηση
ενοποίηση επιχειρήσεων
ενοποίηση κεφαλαίου
ενοποίηση χρεών
ενοποίηση της Γερμανίας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский