Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ένοικος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ένοικος [ˈɛnikɔs] SUBST mf

1. ένοικος (κάτοικος):

ένοικος
Bewohner(in) αρσ (θηλ)

2. ένοικος (ξενοδοχείου):

ένοικος
Gast αρσ

3. ένοικος (νοικάρης):

ένοικος
Mieter(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский