Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενδοτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενδοτικ|ός <-ή, -ό> [ɛnðɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ενδοτικός (από χαρακτήρα):

ενδοτικός

2. ενδοτικός ΓΛΩΣΣ:

ενδοτικός
konzessiv, Konzessiv-
Konzessivsatz αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский