Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενδοσκόπηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενδοσκόπησ|η <-εις> [ɛnðɔˈskɔpisi] SUBST θηλ

1. ενδοσκόπηση ΨΥΧ:

ενδοσκόπηση
ενδοσκόπηση
Introspektion θηλ

2. ενδοσκόπηση ΙΑΤΡ:

ενδοσκόπηση
Endoskopie θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский