Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εναλλάσσω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εναλλά|σσω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ɛnaˈlasɔ] VERB μεταβ

εναλλάσσω

II . εναλλάσσομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский