Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: εμπειριστής , εμπειρισμός , εμπειριοκρατία , εμπειρικός και εμπειρία

εμπειριστής (εμπειρίστρια) [ɛmbirisˈtis, ɛmbiˈristria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

εμπειριστής (εμπειρίστρια)
Empirist(in) αρσ (θηλ)

εμπειρισμός [ɛmbirizˈmɔs] SUBST αρσ

εμπειριοκρατία [ɛmbiriɔkraˈtia] SUBST θηλ ΦΙΛΟΣ

εμπειρία [ɛmbiˈria] SUBST θηλ

1. εμπειρία (η εντύπωση από κάτι που ζούμε):

Erfahrung θηλ

εμπειρικ|ός <-ή, -ό> [ɛmbiriˈkɔs] ΕΠΊΘ ΦΙΛΟΣ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский