Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εμβαστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμβαστικ|ός <-ή, -ό> [ɛɱvastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

εμβαστικός
Überweisungs-
Überweisungsgebühr θηλ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский