Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εμβάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμβά|ζω <-σα> [ɛɱˈvazɔ] VERB μεταβ

εμβάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский