Ελληνικά » Γερμανικά

ελληνισμός [ɛlinizˈmɔs] SUBST αρσ

1. ελληνισμός (ο πολιτισμός):

Griechentum ουδ
Hellenismus αρσ

2. ελληνισμός (οι Έλληνες):

Griechen αρσ πλ

3. ελληνισμός (μετακλασική περίοδος):

Hellenismus αρσ

εξευμενισμός [ɛksɛvmɛnizˈmɔs] SUBST αρσ

ελλιμενί|ζομαι <-στηκα, -σμένος> [ɛlimɛˈnizɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

εκμηδενισμός [ɛkmiðɛnizˈmɔs] SUBST αρσ

εξευγενισμός [ɛksɛvjɛnizˈmɔs] SUBST αρσ

1. εξευγενισμός (γενικά):

Verfeinerung θηλ

2. εξευγενισμός (φυτού):

Veredelung θηλ

εξωφρενισμός [ɛksɔfrɛnizˈmɔs] SUBST αρσ

1. εξωφρενισμός (παραλογισμός):

Absurdität θηλ

2. εξωφρενισμός (στην ενδυμασία):

Extravaganz θηλ

υποκειμενισμός [ipɔcimɛnizˈmɔs] SUBST αρσ

εθνομηδενισμός SUBST

Καταχώριση χρήστη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский