Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ελληνόπουλο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ελληνόπουλο [ɛliˈnɔpulɔ] SUBST ουδ

1. ελληνόπουλο (παιδί):

ελληνόπουλο

2. ελληνόπουλο (αγόρι):

ελληνόπουλο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский