Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ελιτίστικος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ελιτιστικ|ός <-ή, -ό> [ɛlitistiˈkɔs], ελιτίστικ|ος [ɛliˈtistikɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский