Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ελικοφόρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ελικοφόρ|ος <-ος, -ο> [ɛlikɔˈfɔrɔs] ΕΠΊΘ

1. ελικοφόρος ΝΑΥΣ:

ελικοφόρος

2. ελικοφόρος ΑΕΡΟ:

ελικοφόρος
mit Propellerantrieb, Propeller-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский