Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ελασματοποιημένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ελασματοποιημέν|ος <-η, -ο> [ɛlazmatɔpiiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ ΤΕΧΝΟΛ

ελασματοποιημένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский