Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έλασμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έλασμα [ˈɛlazma] SUBST ουδ

1. έλασμα (πλάκα):

έλασμα
Metallplatte θηλ

2. έλασμα (λαμαρίνα):

έλασμα
Blech ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский