Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκλαϊκευτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκλαϊκευτικ|ός <-ή, -ό> [ɛklaicɛftiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εκλαϊκευτικός (εκλαϊκευμένος):

εκλαϊκευτικός

2. εκλαϊκευτικός (με επιστημονικό περιεχόμενο):

εκλαϊκευτικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский