Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έκκριση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έκκρισ|η <-εις> [ˈɛkrisi] SUBST θηλ

έκκριση
Ausscheidung θηλ
έκκριση
Sekretion θηλ
αδενική έκκριση
εσωτερική έκκριση
innere Sekretion θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με έκκριση

αδενική έκκριση
εσωτερική έκκριση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский