Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκζήτηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκζήτησ|η <-εις> [ɛkˈzitisi] SUBST θηλ (επιτηδευμένος τρόπος)

εκζήτηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский