Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: εκβιαστής , εκβιαστικός , ερπύστρια και εκβιασμός

εκβιαστής (εκβιάστρια) [ɛkviasˈtis, ɛkviˈastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

εκβιαστής (εκβιάστρια)
Erpresser(in) αρσ (θηλ)

εκβιαστικ|ός <-ή, -ό> [ɛkviastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

εκβιασμός [ɛkviazˈmɔs] SUBST αρσ

1. εκβιασμός (με απειλές):

Erpressung θηλ

2. εκβιασμός (εξαναγκασμός):

Nötigung θηλ

ερπύστρια [ɛrˈpistria] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский