Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δύσπνοια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δύσπνοια [ˈðispnia] SUBST θηλ

δύσπνοια
Atembeschwerden θηλ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский