Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δυστύχημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δυστύχημα [ðisˈtiçima] SUBST ουδ

1. δυστύχημα (σοβαρό):

δυστύχημα
Unglück ουδ
αεροπορικό δυστύχημα
αεροπορικό δυστύχημα

2. δυστύχημα (ατύχημα):

δυστύχημα
Unfall αρσ
αυτοκινητιστικό δυστύχημα
Autounfall αρσ
Unfallort αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με δυστύχημα

Autounfall αρσ
αεροπορικό δυστύχημα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский