Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δωδεκάρι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δωδεκάρι [ðɔðɛˈkari] SUBST ουδ (στο ΠΡΟ-ΠΟ)

δωδεκάρι
zwölf Richtige αρσ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский