Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δυσεπίλυτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δυσεπίλυτ|ος <-η, -ο> [ðisɛˈpilitɔs] ΕΠΊΘ

δυσεπίλυτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский