Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δυναστεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . δυναστ|εύω <-εψα> [ðinasˈtɛvɔ] VERB αμετάβ (κυριαρχώ)

δυναστεύω

II . δυναστ|εύω <-εψα> [ðinasˈtɛvɔ] VERB μεταβ (άσκω τυραννία σε κάποιον)

δυναστεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский