Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δυναμώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . δυναμώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ðinaˈmɔnɔ] VERB μεταβ

δυναμώνω

II . δυναμώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ðinaˈmɔnɔ] VERB αμετάβ

δυναμώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский