Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δρασκελίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . δρασκελί|ζω <-σα> [ðrascɛˈlizɔ] VERB μεταβ (κατώφλι)

δρασκελίζω

II . δρασκελί|ζω <-σα> [ðrascɛˈlizɔ] VERB αμετάβ (βαδίζω)

δρασκελίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский