Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διούρηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διούρησ|η <-εις> [ðiˈurisi] SUBST θηλ

διούρηση
Wasserlassen ουδ
διούρηση
Urinieren ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский