Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διουρητικά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διουρητικά [ðiuritiˈka] SUBST ουδ πλ

διουρητικά
harntreibendes Mittel ουδ ενικ
διουρητικά
Diuretikum ουδ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский