Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διονυσιακός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διονυσιακ|ός <-ή, -ό> [ðiɔnisiaˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. διονυσιακός (του Διονύσου):

διονυσιακός

2. διονυσιακός μτφ (γλέντι):

διονυσιακός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский