Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διολίσθηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διολίσθησ|η <-εις> [ðiɔˈlisθisi] SUBST θηλ (νομίσματος)

διολίσθηση
Fall αρσ
διολίσθηση οικονομικών δεικτών
Kursrutsch αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με διολίσθηση

Kursrutsch αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский