Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δικαιώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δικαιώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ðicɛˈɔnɔ] VERB μεταβ

2. δικαιώνω (δίνω δίκιο):

δικαιώνω κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με δικαιώνω

δικαιώνω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский