Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαστρέφω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δι|αστρέφω <-έστρεψα, -αστράφηκα, -αστρεμμένος> [ðiaˈstrɛfɔ] VERB μεταβ

1. διαστρέφω (διαστρεβλώνω):

διαστρέφω

2. διαστρέφω (διαφθείρω ηθικά):

διαστρέφω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский