Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διασκεδάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . διασκεδά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðiascɛˈðazɔ] VERB μεταβ

1. διασκεδάζω (αμφιβολίες κτλ):

διασκεδάζω

2. διασκεδάζω (ψυχαγωγώ κάποιον):

διασκεδάζω
το διασκεδάζω

II . διασκεδά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðiascɛˈðazɔ] VERB αμετάβ (ψυχαγωγούμαι, γλεντώ)

διασκεδάζω με

Παραδειγματικές φράσεις με διασκεδάζω

το διασκεδάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский