Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαμορφωτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαμορφωτικ|ός <-ή, -ό> [ðiamɔrfɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. διαμορφωτικός (γενικά):

διαμορφωτικός

2. διαμορφωτικός ΗΛΕΚ:

διαμορφωτικός
Modulations-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский