Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διακύβευμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διακύβευμα [ðiaˈcivɛvma] SUBST ουδ

διακύβευμα
Einsatz αρσ
το διακύβευμα είναι υψηλό μτφ

Παραδειγματικές φράσεις με διακύβευμα

το διακύβευμα είναι υψηλό μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский