Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαγωνίζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαγωνί|ζομαι <-στηκα, -σμένος> [ðiaɣɔˈnizɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

διαγωνίζομαι για κάτι
um etw αιτ wetteifern

Παραδειγματικές φράσεις με διαγωνίζομαι

διαγωνίζομαι για κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский