Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαβρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαβρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ðiaˈvrɔnɔ] VERB μεταβ

1. διαβρώνω (κατατρώγω):

διαβρώνω

2. διαβρώνω μτφ (το ηθικό κτλ):

διαβρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский