Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δημιούργημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δημιούργημα [ðimiˈurjima] SUBST ουδ

1. δημιούργημα (έργο):

δημιούργημα
Werk ουδ

2. δημιούργημα (έμβιο ον, πλάσμα):

δημιούργημα
Geschöpf ουδ
Hirngespinst ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με δημιούργημα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский