Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δημεύσιμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δημεύσιμ|ος <-η, -ο> [ðiˈmɛfsimɔs] ΕΠΊΘ

1. δημεύσιμος (που μπορεί να δημευτεί):

δημεύσιμος

2. δημεύσιμος (που πρέπει να δημευτεί):

δημεύσιμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский