Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δηλητηρίαση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δηλητηρίασ|η <-εις> [ðilitiˈriasi] SUBST θηλ

δηλητηρίαση
Vergiftung θηλ
έπαθε δηλητηρίαση
δηλητηρίαση από αέρια
Gasvergiftung θηλ
δηλητηρίαση του αίματος
δηλητηρίαση από βαρέα μέταλλα
τροφική δηλητηρίαση
χρόνια δηλητηρίαση

Παραδειγματικές φράσεις με δηλητηρίαση

έπαθε δηλητηρίαση
τροφική δηλητηρίαση
χρόνια δηλητηρίαση
δηλητηρίαση από βαρέα μέταλλα
δηλητηρίαση από αέρια
δηλητηρίαση του αίματος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский