Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δίσεκτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δίσεκτ|ος [ˈðisɛktɔs], δίσεχτ|ος [ˈðisɛxtɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

1. δίσεκτος:

Schaltjahr ουδ

2. δίσεκτος μτφ:

δίσεκτος
widrige Zeit θηλ
widrige Zeiten θηλ πλ

Παραδειγματικές φράσεις με δίσεκτος

δίσεκτος χρόνος
Schaltjahr ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский