Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δέρας“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δέρ|ας <-ατος> [ˈðɛras] SUBST ουδ

1. δέρας (δέρμα):

δέρας
Tierhaut θηλ

2. δέρας (με τρίχωμα):

δέρας
Fell ουδ
das Goldene Vlies ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με δέρας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский