Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δεοντολογία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δεοντολογία [ðɛɔndɔlɔˈjia] SUBST θηλ

1. δεοντολογία (γενικά):

δεοντολογία
Pflichtkodex αρσ
επαγγελματική δεοντολογία
Berufsethos ουδ
ιατρική δεοντολογία

2. δεοντολογία ΦΙΛΟΣ:

δεοντολογία
Deontologie θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με δεοντολογία

επαγγελματική δεοντολογία
ιατρική δεοντολογία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский