Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γυναικείος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γυναικεί|ος <-α, -ο> [jinɛˈciɔs] ΕΠΊΘ

1. γυναικείος:

γυναικείος
Frauen-, weiblich

2. γυναικείος (ειδικά για ρούχα):

γυναικείος
Damen-
Damenhose θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский