Ελληνικά » Γερμανικά

γυμναστήριο [jimnasˈtiriɔ] SUBST ουδ

γυμνιστής (γυμνίστρια) [jimnisˈtis, jimˈnistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

γυμνιστής (γυμνίστρια)
Nudist(in) αρσ (θηλ)

γυμνισμός [jimnizˈmɔs] SUBST αρσ

γυμναστής (γυμνάστρια) [jimnasˈtis, jimˈnastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

γυμνότητα [jimˈnɔtita] SUBST θηλ

γυμναστικ|ός <-ή, -ό> [jimnastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

γυμνόσπερμο [jimˈnɔspɛrmɔ] SUBST ουδ ΒΟΤ

γυμνικ|ός <-ή, -ό> [jimniˈkɔs] ΕΠΊΘ

γύμνασμα [ˈjimnazma] SUBST ουδ

γυμνωτής [jimnɔˈtis] SUBST αρσ ΗΛΕΚ

φασίστας [faˈsistas], φασιστής [fasisˈtis] SUBST αρσ, φασίστρια [faˈsistria] SUBST θηλ

Faschist(in) αρσ (θηλ)

γυμνασιάρχης (γυμνασιάρχισσα) [jimnasiˈarçis, jimnasiˈarçisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский