Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γνέψιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γνέψιμο [ˈɣnɛpsimɔ] SUBST ουδ

1. γνέψιμο (με το χέρι):

γνέψιμο
Winken ουδ

2. γνέψιμο (με το κεφάλι):

γνέψιμο
Nicken ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский