Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γνωμάτευση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γνωμάτευσ|η <-εις> [ɣnɔˈmatɛfsi] SUBST θηλ (έγγραφη γνώμη ειδικού)

γνωμάτευση
Gutachten ουδ
βοηθητική γνωμάτευση
Gutachtergebühr θηλ ενικ

Παραδειγματικές φράσεις με γνωμάτευση

βοηθητική γνωμάτευση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский