Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γνέθω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γνέ|θω <-σα, -στηκα [ή -θηκα], -(σ)μένος> [ˈɣnɛθɔ] VERB μεταβ

γνέθω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский