Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γκόμενά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γκόμενα [ˈgɔmɛna] SUBST θηλ

1. γκόμενα οικ (νέα αγαπητικιά):

Freundin θηλ
με την γκόμενά του

2. γκόμενα οικ (κοπέλα):

Mädel ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με γκόμενά

με την γκόμενά του

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский